- ἀήθως
- ἀήθηςunwontedindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀηθῶς — ἀήθης unwonted adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αήθης — ες (Α ἀήθης) ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, παράξενος νεοελλ. ανάρμοστος, απρεπής αρχ. 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι 2. (για έργα, συγγράμματα κ.λπ.) αυτός που δεν εχει ήθος ή χαρακτήρα 3. επίρρ. ἀήθως απροσδόκητα … Dictionary of Greek
ԱՆՍՈՎՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0236 Chronological Sequence: Unknown date, 12c մ. Իբրեւ անսովոր ոք. կամ գործելով զանսովոր ինչ. *Որ առնէ անսովորաբար, ʼի մարդահաճութենէն շարժի. Լմբ. պտրգ.: Եւ Անսովոր օրինակաւ. նորահրաշ տարազու. ἁήθως, ἁσυνήθως praeter morem, insolenter … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)